- καρύκευση
- ητο να ρίχνει κανείς στα φαγητά αρτύματα για να γίνουν περισσότερο νόστιμα: Αυτός είναι ειδικός στην καρύκευση των φαγητών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρύκευση — η [καρυκεύω] η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, το να ρίχνει κάποιος στα φαγητά αρτύματα για να γίνουν πιο νόστιμα … Dictionary of Greek
καρυκεύσῃ — καρυκεύω dress with rich sauce aor subj mid 2nd sg καρυκεύω dress with rich sauce aor subj act 3rd sg καρυκεύω dress with rich sauce fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκεία — καρυκεία, ἡ (AM) [καρυκεύω] 1. το να μαγειρεύει κάποιος με καρυκεύματα, η καρύκευση 2. πλούτος, αφθονία αρχ. 1. παρασκεύασμα 2. ταραχή … Dictionary of Greek
καρυκευτικός — ή, ό (AM καρυκευτικός, ή, όν) [καρυκεύω] νεοελλ. (για ουσίες) κατάλληλος για καρύκευση μσν. (για φαγητά και ποτά) ο πλούσιος σε καρυκεύματα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυκευτικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη να καρυκεύει κάποιος, η μαγειρική … Dictionary of Greek
καρύκευμα — το (AM καρύκευμα) [καρυκεύω] 1. η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, η καρύκευση 2. καθετί που χρησιμοποιείται κατά το μαγείρεμα για να γίνει νόστιμο το φαγητό, άρτυμα, μπαχαρικό 3. έδεσμα πλούσια καρυκευμένο … Dictionary of Greek
προσάρτυσις — ύσεως, ἡ, Α [ἄρτυσις] καρύκευση … Dictionary of Greek
σαβόρι — και σαβόρο και σαβόρε, το, Ν άκλ. 1. ξινό παρασκεύασμα που περιέχει λάδι, ξίδι, σκόρδο, αλεύρι και δεντρολίβανο και χρησιμεύει για καρύκευση και διατήρηση τηγανητών ψαριών 2. φρ. «ψάρια σαβόρε» ψάρια μαρινάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. savore < λατ … Dictionary of Greek
καρύκευμα — το η πράξη του καρυκεύω, καρύκευση, άρτυμα, μπαχαρικό, σάλτσα: Τα νόστιμα φαγητά θέλουν καρυκεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)